H ακρίβεια, η ανακρίβεια και η σύγκρουση
Συζήτησα κάμποσο τις προηγουμενες μέρες με θεραπευτες, θεραπευόμενους, αθεράπευτους και βρήκαμε ότι κάθε ανάλυση μιας συμπεριφοράς, μπορει να δώσει μόνο μια εικασία, μια υπόθεση για το ποια είναι η αιτία της, ποια είναι η ρίζα της. Αν αυτή η υπόθεση με κάνει να νιώθω καλύτερα από το πως ένιωθα πριν, την κρατάω και πορεύομαι με αυτήν.
Αυτή η υπόθεση, η θεωρία για το τι μου συμβαινει, για το ποια ειναι η ριζα του πόνου μου κινείται στα όρια των πιθανοτητων, είναι αρκετά η λιγότερο πιθανή, αλλά σίγουρα δεν είναι απόλυτα σωστή (αυτή είναι η φύση της υπόθεσης). Η υπόθεση είναι εκ φύσεως ανακριβής (όχι 100% ακριβής). Και κάποιος τότε πετάγεται και λέει “ε μα δεν γίνεται αλλιως, δεν μπορεις να αγγίξεις το απόλυτο”.
Και όμως, υπαρχει η πιθανοτητα μιας αντίληψης στην οποια δεν χωράει το λάθος, μιας αντίληψης απόλυτα σωστής. Είναι η πιο απλή αντίληψη όλων, όχι καμια πολύπλοκη ή μυστικιστική διαδικασία ή μια εξαιρετικά περίεργη σκέψη. Η αντίληψη “αυτού που είναι”, αυτού που συμβαίνει Τώρα, είναι μοιραία και αναπόφευκτα απόλυτα σωστή, απόλυτα ακριβής. Η αντίληψη του γεγονότος, το να μείνεις με το γεγονός είναι απόλυτα σωστό. Για κάθε γεγονός που συμβαίνει, την στιγμή που συμβαίνει είμαι ΑΠΟΛΥΤΑ βέβαιος ότι συμβαίνει. Ένα παράδειγμα θα με βοηθούσε πολύ να εκφράσω καλύτερα αυτό που θέλω να πω:
Κάποιος κάνει αυτή τη στιγμή τη σκέψη “ουφ, η γυναίκα μου πολύ χαριεντίζεται με αυτο τον άγνωστο, κάτι πρέπει να κάνω, θα την χάσω”. Στην επαφή με τον θεραπευτή του ή με κάποιον φίλο του (ή και σε ένα μονόλογο με τον ίδιο του τον εαυτό), που μοιράζεται την αγωνία του, μέσα από μια διαδικασία ανάλυσης, λιγότερο ή περισσότερο συστηματικοποιημένη, λιγότερο ή περισσότερο επιστημονική, μέσω ερωτήσεων και απαντήσεων και καταλήγει στο συμπέρασμα/θεωρία/υπόθεση ότι η ζήλια του οφείλεται στο ότι “όταν ήταν μικρός οι γονείς του τον παραμελούσαν και αυτό τον έχει στιγματίσει και τον κάνει τώρα να είναι ζηλιάρης, ξανά και ξανά”. Σε αυτή την εικασία ο άνθρωπος βρίσκει μια κάποια ανακούφιση (δεν θα μπω στον πειρασμό να πω γιατί εκεί βρίσκει ανακούφιση). Επειδή όμως δεν είναι απόλυτα ακριβής, επειδή πρόκειται μονο για μια εικασία, μια υπόθεση, αφήνει χώρο για να παρεισφρύσουν και αντίθετες εικασίες όπως “λειτουργώ έτσι γιατί όντως η γυναίκα μου σκέφτεται να με παρατήσει, είναι φανερό ότι με αυτόν τον τύπο κάτι περίεργο συμβαίνει – δεν έχει να κάνει καθόλου με το παρελθόν μου, εδώ έχουμε ένα πραγματικό πρόβλημα και πρέπει να κάνω κάτι, γκαντ ντάμιτ”. Αυτό το μπαλαντζάρισμα μεταξύ αντίθετων, καθησυχαστικών και ανησυχητικών σκέψεων είναι εξουθενωτικό και τελικά αυτό που αρχικά έμοιαζε με ανακούφιση πολύ γρήγορα αποδεικνύεται κάπως βασανιστικό.
Τώρα τι θα γίνει αν κάποιος μείνει με αυτή την αρχική σκέψη που γίνεται τώρα (“ουφ, η γυναίκα μου πολύ χαριεντίζεται με αυτο τον άγνωστο, κάτι πρέπει να κάνω, θα την χάσω”), μια σκέψη για την οποία είναι απόλυτα βέβαιος ότι συμβαίνει αυτή τη στιγμή; Πως να παίξεις με μια τόσο αδαμάντινη, ολοκάθαρη αντίληψη, πως να παίξεις με μια σκέτη σκέψη, χωρίς να κάνεις την παραμικρή ανάλυσή της, χωρίς να την αξιολογήσεις, χωρίς να την ερμηνεύσεις, χωρίς να ψάξεις αιτίες, χωρίς να την κρινεις ή να την δικαιολογήσεις; Αδύνατο, πραγματικά αδύνατο, δοκιμάστε το. Και τότε η σκέψη τελειώνει, σβήνει. Και τότε υπάρχει ένα κενό. Εκείνο το κενό τι είναι;