
Η ψυχολογική κόπωση που διαλύει το σώμα
Ολοκληρώθηκε μια ακόμη βδομάδα με Σχολείο Δάσους και υπήρξαν μαθήματα που αν δεν αφεθούν ήσυχα να σβήσουν θα γίνουν καινούριο βάρος/γήρας. Πριν σβήσουν θα ήθελα να τα μοιραστώ.
Υπήρξαν μέρες που γίνανε τόσα πολλά με τα παιδιά, που δεν αφήσαμε βουναλάκι που να μην το σκαρφαλώσουμε, που έπρεπε να ανεβαίνουμε μπουσουλώντας και να κατεβαίνουμα αυστηρά με τον πωπό. Που δεν αφήσαμε πηγαδάκι χωρίς να πατήσουμε όλοι δίπλα στο χείλος του για να δουμε το βάθος του. Που δεν αφήσαμε γκρεμό που να μην περάσουμε από δίπλα του, ρυάκι που να μην τσαλαβουτήσουμε μέσα του… Γενικώς στιγμές που έπρεπε να εχουμε πολύ μεγάλη προσοχή. Και στο τέλος του δίωρου υπήρχε ενθουσιασμός και αίσθηση ευεξίας.
Και υπήρξε μια μέρα που το μυαλό κόλλησε στα δικά του παιχνίδια. Που όταν ένα παιδί κράδαινε κάποιο κλαδί το μυαλό φανταζόταν ότι το κλαδί θα βγάλει τα μάτια άλλων παιδιών… που όταν ενα παιδί ανέβαινε ψηλά το μυαλό φανταζόταν ότι θα πέσει. Που όταν έλεγες στα παιδιά “ρε συ μην πας από κει, μου φαίνεται πολύ επικίνδυνο” και το παιδί σε αγνοεί, αντί να δράσεις αρχίζεις τα “φφφ μα γιατί δεν μου δίνει καμία σημασία” ή “ε μα πια αυτός ο Κλέοπας”. Με λίγα λόγια, η Ζωή παίρνει το δρόμο της, ο Κλέωπας, όσο και να χτυπιέσαι, θα το σκαρφαλώσει το βουναλάκι, αδιαφορώντας για τις ιδέες που κουβαλάς και με το να αντιστέκεσαι νοητικά και λεκτικά (ή ακόμη περισσότερο με σκληρές απαγορεύσεις και τραβολογήματα), δεν έχεις καμία ελπίδα να σε ακούσει και να αλλάξει.
Και τότε αν παρατηρήσεις προσεκτικά θα δεις ότι αυτή η ψυχολογική αντίσταση κάνει το σώμα να μπαίνει σε μια διαδικασία έντασης, σύσπασης των μυών, σφιξίματος του στομαχιού. Μια διαδικασία που αν κρατήσει για κάποια ώρα, αρχίζει και εξουθενώνει το σώμα. Και μετά απο δύο ώρες μπορεί να σε κάνει να νιώθεις κατάκοπος.
Και βλέπεις τις άλλες μέρες, που ο νους έχει μπει στη σωστή του θέση, ότι υπάρχει σιωπή, ηρεμία και όταν η συνθήκη το απαιτεί, όταν υπάρχει η αναγκαιότητα, μόνο τότε ο νους μπαινει σε δράση. Όταν το παιδί παίρνει παράτολμες πρωτοβουλίες, μπορει να του επισημάνεις την επικινδυνότητα, να του προτείνεις να κοιτάζει προσεκτικά που πατάει, να τον προτρέψεις να μην είναι βιαστικός. Όμως το παιδί μπορεί να επιμείνει στο σχέδιό του. Και τότε δεν σπαταλάς ενέργεια στα σενάρια καταστροφής, ούτε σε επίμονη, ενοχλημένη προσπάθεια για νουθέτηση. Γιατί; Γιατί το παιδί αγαπάει να σκαρφαλώσει. Και αν αγαπάς το παιδί (εκείνη την ώρα – δεν μιλάω για ρομαντικές ιδέες περί αγάπης) θες και εσύ να σκαρφαλώσει, το θες με όλη σου την καρδιά!
Και το βλέπειν αυτής της υπέροχης κατάστασης προκαλεί αβίαστη δράση, σε κάνει να πας κοντά του, αλλά να μην το αγγίζεις, να μην προσπαθεις να το βοηθήσεις γιατί “θέλει μόνο του” και εσύ το αγαπάς και θες να κάνει αυτό που θέλει. Αλλά είσαι εκεί, δίνοντας του καμία πρακτική συμβουλή (“με τον κώλο Θανασάκη, για να μην σε προπάρει η κατηφόρα”), και σε εγρήγορση, έτοιμος να επέμβεις αν υπάρξει κάποιο στραβοπάτημα, κάποιο γλίστρημα, ή όταν το παιδί σου ζητήσει να το βοηθήσεις (γιατί και αυτό γίνεται συχνά – γιατί το παιδί δεν θέλει να χτυπήσει το σώμα). Και στο τέλος του δίωρου ανακαλύπτεις μια άλλη μορφή σωματικής κούρασης, που μοιάζει με ευεξία, ανακαλύπτεις ένα σώμα που είναι χαλαρό, ήρεμο, κουρασμένο, αλλά χαρούμενο.