Ημέρα 4η
Κάθομαι στην κάπως κουνιστή πολύθρόνα, αυτή την γνώριμη, οικονομική πολυθρόνα των ΙΚΕΑ που νομίζω όλοι γνωρίζετε. Τα πόδια μου τα έχω βάλει να ακουμπούν στο πλαϊνό τοίχωμα του καναπέ. Διαβάζω ένα βιβλίο σχετικό με τη μνήμη και δεν ξέρω τι συνειρμοί γίνονται αλλά εν πάσει περιπτώσει με κυριεύει η σκέψη να καταγράψω όσα θα συμβούν τις μέρες της χαρούμενης απομόνωσης στο σπίτι στην εξοχή.
Είναι η τέταρτη μέρα που κάθομαι στο σπίτι. Το πρωί ξύπνησα και η Β. έλειπε. Σηκώθηκα και πήγα στο καθιστικό. Ο Τσίτσος έχει ξαπλώσει ανάσκελα στον καναπέ και με κοιτάει με γουρλωμένα μάτια από κει κάτω. Η παρουσία του δεν μπορεί να σπάσει την αίσθηση απρόσμενης μοναξιάς. Στην καφετιέρα υπάρχει καφές. Τον βάζω να ζεσταθεί και όταν είναι έτοιμος κάθομαι και πίνω. Η Β. Καταφθάνει μετά από λίγο. Κουβαλάει πολλά πολεμοφόδια. Μου ανακοινώνει με βεβαιότητα “τώρα πια θα αργήσουμε να ξαναχρειαστούμε σουπερ μάρκετ”. Πραγματικά έχει φτιάξει μια αξιοσημείωτη αποθήκη που φαίνεται ότι θα αντέξει πολύ. Αναρωτιέμαι αν θα χρειαστεί να μείνουμε μέσα τόσο πολύ.
Κοιτάζω το παράθυρο. Ο καιρός δεν είναι γλυκός, τρυφερή παρηγορήτρα, όπως τις προηγούμενες μέρες. Αναρωτιέμαι αν αυτή η συνθήκη θα ταράξει τον αδερφό μου που μένει στο πάνω σπίτι και είναι ιδιαίτερα ευαίσθητος στον μουντό καιρό. Αναρωτιέμαι αν θα ταράξει και εμένα. Όχι ο καιρός αυτή τη στιγμή. Αλλά μια εκδοχή στην οποία ο καιρός θα είναι ετσι για μήνες και εμείς θα είμαστε αναγκασμένοι για μήνες να είμαστε κλεισμένοι σε ένα σπίτι 60 τετραγωνικών μέτρων και δεν θα έχουμε καμία όρεξη να βγούμε ούτε στην αυλή. Το στενάχωρο σενάριο έτσι όπως εμφανίζεται εξαφανίζεται με συνοπτικές διαδικασίες. Και μένω πάλι χωρίς μια ανησυχία ή μια ευχαρίστηση να γεμίσει με την αμφίβολη ουσία της το μέσα μου.
Παραμένω ελαφρύς. Μετέωρος.
Όταν πρωτοάκουσα για τον Ιό αναρωτήθηκα γιατί δίνουν τόση πολύ σημασία. Υπέθεσα ότι πρόκειται για άλλο ένα τρικ των ΜΜΕ, που αξιοποιεί μια πιο εξωτική ίωση από την γρίπη, σε μια περίσταση με μπόλικη δυσαρέσκεια, για να αποπροσανατολίσει το κοινό. Βέβαια οι γονείς , όποτε τους συναντούσα, φαινόταν αγχωμένοι πολύ. Όμως εκείνοι είναι μονίμως αγχωμένοι με ότι αγχωτικό προβάλλεται.
Πέρασε καιρός μέχρι να συμβεί η ζόρικη έκρηξη στην Ιταλία. Διαβάζοντας κάποια στιγμη τις εξελιξεις στην Ιταλία σε αριθμούς πρώτα από όλα ένιωσα ενόχληση που δεν δικαιώθηκε η ήρεμη, απροβλημάτιστη προσέγγισή μου στο θέμα. Ξέχασα βέβαια εκείνη τη στιγμή ότι είναι ένα πράγμα τα γεγονότα και ένα τελείως άλλο πράγμα η ανησυχία γύρω από αυτά. Και το ‘ριξα στην ανάγνωση των social media. Κάπου εκεί χάνω για μια δυο μέρες το νήμα της ιστορίας, αδυνατώ να περιγράψω τι συμβαίνει μέσα μου, όμως το νιώθω, χτίζεται έντονη ανησυχία φτιαγμένη από δυσοίωνα σενάρια, ενόχληση για την απώλεια της ηρεμίας μου και για το πως λειτουργουν οι άλλοι είτε αδιαφορώντας είτε τρομοκρατώντας είτε γκρινιάζοντας.
Και ξαφνικά η σύγχυση εξαφανίζεται. Όπως υφαινόταν για μέρες ξαφνικά χάνει την υπόστασή της. Και σκέφτομαι ότι η φυσική, αντανακλαστική αντίδραση είναι να καθίσω στο σπίτι μου για να προφυλαχτώ και για να προφυλάξω. Να καθίσω σπίτι μου όμως γεμάτος ενθουσιασμός, περιμένοντας εκστασιασμένος για αυτή την θεαματική εξέλιξη, αυτή την καινούρια συνθήκη. Πρόθυμος να βουτήξω σε νέες καταστάσεις, να αφήσω πίσω όλες εκείνες τις βολικές συνήθειες και αντικείμενα που με ενδιέφεραν και τώρα δεν μπορώ πια να τα έχω. Και όλες αυτές οι αντίρροπες αντιδράσεις όπως “είναι ένα βρώμικο παιχνίδι για να σπείρουν (ποιοι) το φόβο, μην κλειδώνεστε σπίτια σας” ή “οφείλετε αν είστε συλλογικά υπεύθυνοι, να κλειστείτε σπίτια σας, αλλιώς είστε ανήθικοι και αμοραλιστές”, μοιάζουν τόσο άσχετες με την αναγκαιότητα της περίστασης.
Έτσι τις παραμερίζω όλες και απλώς κάθομαι στο σπίτι. Και παραμένω ελαφρύς. Μετέωρος. Και διακριτικα, ανεπαίσθητα ενθουσιασμένος. Η Β. με βλέπει να κουνάω χαρούμενα τις πατούσες που ακουμπάω στον καναπε καθώς διαβάζω το βιβλίο και γεμίζει απορία.
Και ενώ έμοιαζε σαν όλοι να παράτησαν τα προσωπικά τους μικροδράματα και να αφοσιώθηκαν σε ένα φαινομενικά συλλογικό δράμα, το δράμα του δυστοπικού εφιάλτη τελικά δεν ήταν καθόλου έτσι. Δεν υπήρξε ίχνος συλλογικότητας, ίχνος ενότητας γιατί και αυτό το δράμα το κοιτάζουν από την στενή μυωπική του οπτική ο καθένας. Δεν παρατηρούν σιωπηλά όλοι μαζί ένα συλλογικό φαινόμενο, αλλά προβάλουν την προσωπική τους ιδέα για αυτό το φαινόμενο και το μόνο που βλέπουν είναι αυτό, η προσωπική τους ερμηνεία. Έτσι αυτο το συλλογικό φαινόμενο υποβαθμίζεται εκ νέου σε ένα προσωπικό μικροδράμα, στο σενάριο του οποίου εκείνοι είναι οι καλοί και κάποιοι άλλοι, αναλαμβάνουν με συνοπτικές διαδικασίες το ρόλο του κακού.
Ο Τσίτσος με κοιτάζει με τα μάτια γουρλωμένα. Αυτός βρίσκεται συνέχεια μέσα στο σπίτι. Όταν ήταν μικρός ήθελε πολύ να βγαίνει έξω αλλά οι γιατροί μας είπαν ότι δεν θα ήταν ασφαλές. Όταν πια ήταν ασφαλές ο Τσίτσος έτρεμε στην θεα των άλλων γατιών της γειτονίας και άρχισε να μην ενθουσιάζεται και τόσο στην ιδέα του να σουλατσάρει ελεύθερα έξω. Πλέον γυρνάει στα δωμάτια του σπιτιού και εποπτεύει τον εξωτερικό χώρο, νιώθοντας πολύ καλά που βρίσκεται εντός και ασφαλής.
Αναρωτιέμαι ποσο διαφέρω στ’ αλήθεια από τον Τσίτσο. Αν ένιωθα το περιβάλλον έξω από το σπίτι απειλητικό, γεμάτο από μια αρρώστια που μπορεί να σκοτώσει ίσως να ένιωθα και εγώ καλά κλεισμένος μέσα στο σπίτι για όλη μου τη ζωή, σαν τον Τσίτσο, την γάτα και να γυρνάω γύρω γύρω στα δωμάτια για να βεβαιώνω ανά πάσα στιγμή ότι όλα είναι υπό έλεγχο.