Ο Ζάχος και το κόκκαλο
Δίνω ένα κόκκαλο του Ζάχου! Ο Ζάχος το αρπάζει, τρέχει γύρω γύρω στην αυλή του, βρίσκει μια γωνία και με μανία αρχίζει να σκάβει! Σκάβει όσο το δυνατόν γρηγορότερα, για να προλάβει να το κρύψει πριν τον δουν. Υπάρχει μπόλικη αγωνία, μπόλικο δράμα. Εντωμεταξύ εγώ είμαι έξω από την αυλή του και τον κοιτάζω, σε αυτή την αγωνία και μου φαινεται τόσο αστείο (αλλά με ένα ανάλαφρο, αυθόρμητο, όχι πικρόχολο τρόπο), που αγωνίζεται τόσο σκληρά να κρύψει το κόκκαλο ενώ εγώ βλέπω το σημείο που κρύβει το κόκκαλο.
Κάποια στιγμή ο Ζάχος γυρνάει και διαπιστώνει έντρομος ότι τον κοιτάζω. Το σχέδιο του, να κρύψει το κόκκαλο καταστρέφεται ολοκληρωτικά. Ο Ζάχος μετα το αρχικό σοκ μένει ακίνητος, σταματά να αγωνίζεται, σταματά να αγωνία, μια και ειναι ξεκάθαρο ότι ήταν μάταιο όλο αυτό.
Από τα μάτια του Ζάχου, όλο αυτό ήταν ένα δράμα, από τα μάτια τα δικά μου ήταν μια πολύ όμορφη κωμωδία. Όταν ο Ζάχος είδε την κατάσταση όπως πραγματικά ήταν, το δράμα διαλύθηκε.
Και τότε προκύπτει μια μάλλον σημαντική ερώτηση. Ποιος είμαι; Είμαι ο Ζάχος ή ο Γιώργος. Και αν νομιζω ότι “είμαι ο Ζάχος”, την στιγμή που κοιτάζω τα πράγματα όπως πραγματικά είναι, υπάρχει πια Ζάχος και Γιώργος ή ύπαρχει μόνο μια οπτική;
ΥΓ: Όλο αυτό είναι μόνο για μια αναλογία και αν εκληφθεί σαν κάτι παραπάνω από αυτό, τότε μόνο παραπάνω σύγχυση μπορεί να φέρει