Περί θανάτου
Ο φόβος του θανάτου είναι ένας φόβος που δεν μπορεί να νικηθεί. Προσπαθούμε να δείξουμε γενναιότητα απέναντί του, αλλά η γενναιότητα είναι ο ίδιος ο φόβος φορεμένος από την ανάποδη . Προσπαθούμε να μην τον σκεφτόμαστε, όμως αυτός εμφανίζεται με όχημα τη σκέψη, όποτε θελήσει, χωρίς να μας ρωτήσει. Ή προσπαθούμε να πείσουμε τον εαυτό μας ότι δεν τον φοβόμαστε, εκλογικεύοντας ή με κυνικές διαφυγές ή με θεατρινίστικους φανφαρονισμούς ή με άλλα κολπάκια. Μάταια όλα, αγώνας χαμένος από πριν βγούμε στο γήπεδο.
Τα ζωάκια δεν έχουν την γνωση του θανάτου. Τα μικρά παιδιά δεν έχουν τη γνώση του θανάτου. Και μετά μαθαίνουμε ότι θα πεθάνουμε (τρώμε το μήλο της γνώσης). Και ο φόβος του θανάτου ξεκινάει. Και προσπαθούμε να του ξεφύγουμε με τους μάταιους τρόπους που αναφέρθηκαν παραπάνω. Και μεγαλώνοντας ζαρώνουμε εμείς, ενώ ο φόβος γιγαντώνεται. Μοιραία.
Αυτός ο φόβος (πρέπει να) έχει να κάνει με την ιδέα που έχουμε για τον Εαυτό μας. Όποιο λιθαράκι και αν σηκώσουμε, από κάτω θα βρουμε την ιδέα “Είμαι ένα σώμα που γεννήθηκε καποια στιγμή και θα πεθάνει κάποια άλλη στιγμή”. Η Κοινωνία, η Οικογένεια, η Επιστήμη και η προσωπική μας ιστορία (απώλειες προσώπων κλπ) αυτό μας λένε. Και το πιστεύουμε, βαθιά. Πιστεύω ότι είμαι ένα σώμα. Και θα πεθάνω. Θα μπει ένα τέλος. Μοιραία αυτό που (Πιστεύω ότι) είμαι, το Σώμα, θα φοβάται, θα τρέμει αυτή την επικείμενη μοίρα, της εξαφάνισης, του Τέλους. Όσο Πιστεύω ότι είμαι ένα σώμα που γεννήθηκε και θα πεθάνει, θα φοβάμαι, δεν γίνεται αλλιώς.
Βλέπετε εδώ υπάρχει ένα τεράστιο λάθος. Στην άμεση εμπειρία μας, δεν βιώσαμε ποτέ μια Γέννηση ή ένα Θάνατο (ψάξτε όσο θέλετε στην άμεση εμπειρία σας, δεν θα βρείτε ούτε αρχή ούτε τέλος) – έχουμε βιώσει μόνο την εμπειρία “γέννησης” ή “θανάτου” τρίτων. Όπως επίσης στην άμεση εμπειρία μας δεν έχουμε ποτέ βιώσει ένα “Σώμα” όπως το φανταζόμαστε, φτιαγμένο από ύλη, σάρκα και οστά, παρά μόνο αισθήσεις (κνησμός στα “μάτια”, μια ζεστασιά στο “στέρνο”, ένα σφίξιμο στο “στομάχι” ένα γαργάλημα στον “αυχένα”, καθώς και τα οπτικα ερεθίσματα σε έναν καθρέφτη ή την αίσθηση αφής, αγγίζοντας το “σώμα”) που γεννιούνται και πεθαίνουν, και μεταξύ τους παρεμβάλλονται άλλες αισθήσεις που δεν έχουν καν σχέση με την ιδέα που έχουμε για το σώμα”. Δεν έχουμε δηλαδή κανένα δείγμα, καμία ένδειξη για αυτή την ατράνταχτη Πίστη (ότι είμαστε ένα σώμα που γεννήθηκε και θα πεθάνει) που την ακολουθούμε τυφλά και που μάλιστα αν κάποιος τολμήσει να την αμφισβητήσει θα θεωρηθεί γραφικός.
Την στιγμή που κάποιος είναι ελεύθερος από αυτή την Πίστη (χωρίς να υιοθετήσει κάποια άλλη, εξίσου αλλόκοτη Πίστη), ο φόβος του Θανάτου έχει τελειώσει, ριζικά (για εκείνη τη στιγμή). Την επόμενη στιγμή ποιος ξέρει!