
Περί Βαρεμάρας
Ξοδεύουμε μεγάλο μέρος της ζωής μας σε κατάσταση βαρεμάρας. Και κάποιος θα έλεγε ότι η βαρεμάρα είναι ένα μεγάλο ψυχολογικό πρόβλημα του ανθρώπου. Όμως ίσως δεν είναι καθόλου έτσι.
Η αίσθηση δυσαρέσκειας που ονομάζουμε βαρεμάρα και η οποία προκύπτει από την συνεχόμενη επανάληψη διαφόρων συνηθειών ίσως είναι μια καθόλα εύλογη εκδήλωση της Ζωής. Κάποιος πηγαίνει κάθε μέρα στο ίδιο μέρος για καφέ, τρώει το ίδιο τζανκ φαγητό, ακούει συνέχεια τις ίδιες μουσικές, συναναστρέφεται με τα ίδια άτομα, βλέπει κάθε βδομάδα τα ίδια σήριαλ στην τηλεόραση κοκ. Αυτή η επανάληψη γεννάει βαρεμάρα. Η βαρεμάρα ειναι ένα σήμα για να σταματήσω.. να σταματήσω να γράφω ποστ, αν έχω αρχίσει να τα βαριέμαι, να αλλαξω δουλεια αν την εχω βαρεθεί, να είμαι ανοιχτός σε νέες συναναστροφές, σε νέες γεύσεις, να παρατήσω την μουσική και να πιάσω το γράψιμο ή το σέρφιν, να αρχίσω να πειραματίζομαι με τη σάλτσα που φτιάχνω για τα μακαρόνια μου, να ακολουθήσω ένα ανεξερεύνητο δρομάκι που ίσως βγαίνει από την κλασσική πορεία για το σπίτι μου. Αν το ερέθισμα της βαρεμάρας γίνει αντιληπτό και κάποιος ανταποκριθεί ολικά, εύλογα, σε αυτό, τότε θα σταματήσει αυτό που βαριέται και θα κάνει κάτι άλλο, ενώ το ίδιο φυσικά και αβίαστα είναι πιθανό να ξαναγυρίσει σε κάτι που πριν λίγο του φαινόταν βαρετό, γιατί πολύ σύντομα θα πάψει να φαίνεται έτσι.
Συνήθως όμως όταν λαμβάνουμε το μήνυμα της βαρεμάρας αντιδράμε σπασμωδικά. Επαναστατούμε στη βαρεμάρα, θυμώνουμε και την ίδια στιγμή συνεχίζουμε να κάνουμε πράγματα που βαριόμαστε, διαιωνίζοντας αυτή την αίσθηση δυσαρέσκειας και τότε αυτό το υπερεπείγον, ζωντανό σημάδι της βαρεμάρας νεκρώνεται και παίρνει αυτη τη μορφή με την οποία την βιώνουμε για καιρό, μήνες, χρόνια. Η βαρεμάρα είναι μια πρόκληση που συμβαίνει τώρα και είτε την βλέπουμε και ανταποκρινόμαστε σωστά (δράση), είτε την κοιτάζουμε μέσα από ιδέες και την διαιωνίζουμε, γεμίζοντας τη ζωή θλίψη και suffering.
Φανταστείτε ένα γατάκι που τρυπώνει στην αγκαλιά μου. Το χαϊδεύω, το φιλάω, του ξύνω το πηγούνι, που του αρέσει, περνάμε και οι δύο πάρα πολύ ωραία. Και ξαφνικά, τελείως απροειδοποίητα, αφήνει την αγκαλιά μου και πάει και στρογγυλοκάθεται στην αγκαλιά της Β., ή πάει να πιεί νερό, ή να καθίσει κάπου άνετα για να γλυφτεί Μα τι έγινε; Με βαρέθηκε; Ακριβώς αυτό έγινε. Ένιωσε ότι δεν θέλει άλλο, σηκώθηκε και πήγε κάπου αλλού – εκεί που ήθελε.
Μπορείτε να σκεφτείτε τώρα έναν ανθρωπο να κάνει το ίδιο; Να έχει πάει, ας πούμε, για καφέ κάπου, να απολαμβάνει πχ τα χάδια της συντρόφου του και κάποια στιγμή να εμφανίζεται το σημάδι της βαρεμάρας και να τον κάνει να σηκωθεί χωρίς καν μια δικαιολογία, να την αφήσει σύξυλη και να πάει αγκαλιάσει κάποιον άλλον/η, γνωστό/άγνωστο. Οι ιδέες του πρέποντος, του ευγενικού, του ηθικά σωστού τον εμποδίζουν να δράσει σωστά στο σημάδι της βαρεμάρας και η βαρεμάρα επιμηκύνεται και νεκρώνεται και γίνεται η βαρεμάρα όπως την γνωρίζουμε, ένα ασήκωτο, επώδυνο φορτίο.