Ειναι δυνατόν να παρατηρούμε χωρίς επιλογή;
Είναι δυνατόν κάποιος να νιώθει χωρίς επιλογή; Να αισθάνεται τις σκέψεις και τα συναισθήματα χωρίς να τα ελέγχει, χωρίς να επεμβαίνει σε αυτά, χωρίς ικανοποίηση ή απογοήτευση; Να παρατηρεί γύρω του χωρίς να επιλέγει να εστιάσει στο ασυνήθιστο ή στο όμορφο, ή να αποφεύγει το άσχημο; Να ακούει τους ήχους,τις ομιλίες χωρίς να κρίνει, χωρίς να συμφωνεί ή να διαφωνεί, χωρίς να προσπαθεί να καταλάβει;
Τα βήματα του παρατηρητή τον έφεραν στα Κάστρα, ένα ζεστό βράδυ του Ιουλίου. Προς έκπληξή του βλέπει να αδειάζουν δύο θέσεις σε ένα παγκάκι στην άκρη, οπότε τρέχει και στρογγυλοκάθεται εκεί τακτοποιώντας αναπαυτικά τα πόδια του (το ένα πόδι πονάει στην καμάρα) στο προστατευτικό καγκελάκι, μοιραζόμενος το παγκάκι με μια κυρία. Υπάρχει αμέσως δέος καθώς ένα ψηφιδωτό από χρώματα, κινούμενα χρώματα, απλώνεται μπροστά του, μέχρι τον Ορίζοντα. Ένα σημείο αναφοράς αυτής της γνώριμης από το παρελθόν Θέας, ένας τεράστιος δρόμος, σαν ποτάμι, φωταγωγημένος έντονα, στα αριστερά του πεδίου του τραβά αρχικά την προσοχή. Παρατηρώντας στην περιφέρεια του οπτικού του πεδίου, αντιλαμβάνεται την κίνηση 2 ζευγαριών από φώτα να ανηφορίζουν τον δρόμο γύρω από τα νεκροταφεία. Και τότε αρχίζουν να κατακλύζουν τις αισθήσεις του οι ήχοι από τις ομιλίες από τις δεκάδες παρέες που βρίσκονται στα γύρω του για να απολαύσουν αυτό το όμορφο, ζεστό βράδυ. Πρώτα παρατηρεί την ομιλία τριών γυναικών γύρω στα 50, σε ένα διπλανό παγκάκι. Αλλά τις ακούει χωρίς να προσπαθεί να καταλάβει τι λένε. Ξαφνικά εισβάλει στο ακουστικό του πεδίο η μπάσα φωνή ενός κυρίου μερικά μέτρα πίσω του, ενώ δεν έχει ακόμη σβήσει ο ήχος από τις κυρίες, για να προστεθεί στο παζλ μια συζήτηση ενός ζευγαριού στα δεξιά του. Ξαφνικά συμβαίνει κάτι πολύ περίεργο.. οι διάφορες ομιλίες μοιάζουν να ξεκαθαρίζουν, να μην μπλέκονται η μια με την άλλη και απελευθερώνεται τελείως αναπάντεχα η ικανότητα να ακούσει ολικά, ό,τι συμβαίνει εκείνη τη στιγμή. Εκατοντάδες λέξεις, διαφορετικοί τόνοι, γέλια, σκύλοι που γαβγίζουν, ξαφνικά όλα γίνονται ξεκάθαρα, την ίδια στιγμή.. μα που ήταν όλοι αυτοί οι ήχοι μια στιγμή πριν; Ήταν άραγε εκεί αλλά ο παρατηρητής δεν ήταν ικανός να τους ακούσει; Μοιάζει σαν σκηνή από ταινία, την στιγμή που κάποιος παίρνει κάποια παραισθησιογόνα ουσία που του ανοίγει διάπλατα τις πόρτες των αισθήσεων, της αντίληψης και είναι ικανός να ακούσει τα πάντα, να δει τα πάντα. Ίσως μάλιστα και στις δύο περιπτώσεις η αιτία είναι η ίδια.. οι σκέψεις έχουν σιωπήσει, στην μια με την επέμβαση χημικών ουσιών, στην άλλη φυσικά, αβίαστα.
Κάποιες προθέσεις να εστιάσει στις συζητήσεις, να καταλάβει τι λέγεται, σβήνουν με τη γέννησή τους, μια άλλη πρόθεση να λεκτικοποιήσει αυτή την εκστατικά ζωντανή εμπειρία γίνεται αντιληπτή πριν ακόμη λάβει σάρκα και οστά μέσω λέξεων και εξατμίζεται. Ο πόνος στην καμάρα του ποδιού γίνεται αισθητός και πάλι, χωρίς όμως να υπάρχει πια αγωνία γι αυτόν, ένας κνησμός στο πηγούνι και τα χέρια που ακουμπούν στο παγκάκι, όλα γίνονται αντιληπτά… το πολύχρωμο κινούμενο κολλάζ παρατηρείται χωρίς πια να υπάρχουν τα σημεία αναφοράς από το παρελθόν, 1, 2, 3, 4 φωτάκια αναβοσβήνουν ακανόνιστα μέσα στο Θερμαϊκό, ένα από τα πλοιάρια-μπαρ κολυμπάει αργά και επιβλητικά, ενώ στον ουρανό παρατηρούνται 3 αστέρια που καταφέρνουν να ξεχωρίσουν παρά το εκτυφλωτικό φεγγάρι. Ένα αεροπλάνο ετοιμάζεται να προσγειωθεί και μια αίσθηση ικανοποίησης που τείνει να αναδυθεί -γι αυτή την εξαιρετική, σχεδόν μεταφυσική εμπειρία- εξαφανίζεται γιατί δεν υπάρχει αρκετή ενέργεια γι αυτήν.. όλη η ενέργεια επενδύεται στην παρατήρηση. Το κορμί έχει αφεθεί, ο αυχένας λυγίζει προς τα πίσω, οι πήχες αιωρούνται ανάλαφροι, υπάρχει αέρινη αίσθηση του σώματος μέχρι την άκρη των δαχτύλων.
Στην παραζάλη αυτής της εξαιρετικής στιγμή που ποιος ξέρει πόσο κράτησε, συνέβηκε κάτι αλλόκοτο: εξαφανίστηκε ο παρατηρητής, ο Χρόνος, η εμπειρία, οι προτιμήσεις, η επιλογή. Δεν υπήρχε πια ένα Εγώ που αξιολογούσε, έκρινε, έλεγχε, επενέβαινε σε ό,τι παρατηρούσε, υπήρχε μόνο παρατήρηση χωρίς επιλογή. Και υπήρχε μπόλικη ομορφιά, ζωντάνια.
Ο παρατηρητής σηκώθηκε από το παγκάκι και άρχισε να κατηφορίζει προς την Εγνατία. Κάποια στιγμή ένιωσε τα πόδια του κομμένα και βρήκε ένα άλλο παγκάκι, αυτή τη φορά σε ένα μοναχικό σημείο. Από τον δρόμο, περνούσαν αμάξια, ανεβαίνοντας ή κατεβαίνοντας και μπορούσε να ακούσει τους ήχους από τις μηχανές τους, από την στιγμή που εμφανιζόταν μέχρι τη στιγμή που χανόταν. Κάποιες στιγμές, αναπάντεχα πανέμορφες, κανένα αμάξι δεν περνούσε και εδραιωνόταν ο ήχος της σιωπής της φύσης, διακοπτόμενος από ανεπαίσθητους ήχους, όπως το τιτίβισμα κάποιου πουλιού. Σε μια τέτοια στιγμή ο παρατηρητής γύρισε το κεφάλι του και είδε έκπληκτος ένα θάμνο σε τέλεια ακινησία. Τέτοια πελώρια ακινησία, ακτινοβολούσε άπειρη ομορφιά. Σαν να μην άντεξε τόση ομορφιά, τράβηξε το βλέμμα του. Και το ξανάφερε εκεί, την αμέσως επόμενη στιγμή και ήταν σαν ο θάμνος να μιλούσε, σαν η ακινησία του να υπονοούσε μια απίστευτη ζωντάνια, μια ζωτικότητα που ο παρατηρητής δεν είχε ξανανιώσει.
Ο παρατηρητής σηκώθηκε και συνέχισε τον βραδινό του περίπατο στην Πόλη.